-
1 δια-ψευστός
δια-ψευστός, erlogen; διαψευστῶς λέγειν τὸ ψεῦδος, wissentlich eine Lüge sagen, Stob.
-
2 διαψευστός
δια-ψευστός, erlogen; διαψευστῶς λέγειν τὸ ψεῦδος, wissentlich eine Lüge sagen
1 δια-ψευστός
δια-ψευστός, erlogen; διαψευστῶς λέγειν τὸ ψεῦδος, wissentlich eine Lüge sagen, Stob.
2 διαψευστός